Αν και θερμός υποστηρικτής του ηλεκτρονικού βιβλίου, τις δύο τελευταίες εβδομάδες μπήκα σε σκέψεις.
Οι περισσότεροι που εκφράζουν αμφιβολίες για το αν μπορεί το ηλεκτρονικό βιβλίο να αντικαταστήσει το τυπωμένο, αναφέρονται στην συναισθηματική σχέση τους με το δεύτερο. “Η μυρωδιά” του νέου/παλιού βιβλίου, θα σου πούνε ή “η εικόνα” μίας μεγάλης βιβλιοθήκης γεμάτης βιβλία, δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Δεν είναι σοφό να παραβλέπουμε την συναισθηματική σχέση με το αντικείμενο, αλλά υποψιάζομαι ότι αυτή είναι και προϊόν χρόνου. Δεν θεωρώ απίθανο, ένα παιδί που διαβάζει το πρώτο του βιβλίο σήμερα σε ένα kindle και μέσα από αυτό γνωρίζει και ερωτεύεται τον κόσμο των βιβλίων, δεν θα αναπτύξει αντίστοιχους συναισθηματικούς δεσμούς και δεν θα κρατάει με συγκίνηση την συσκευή αυτή στα χέρια του 20 χρόνια αργότερα -ή και όχι, άλλωστε δεν δεν είμαστε και μία κοινωνία ερωτευμένη με το τυπωμένο βιβλίο.
Από μία άποψη, το ηλεκτρονικό βιβλίο κάνει πολύ καλύτερα τις κύριες λειτουργίες του τυπωμένου βιβλίου: η πρόσβαση σε κείμενα, η ανάγνωσή τους, ακόμη και η αποθήκευσή τους γίνεται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, χωρίς βάρος, χωρίς όγκο κ.λ.
Όμως το τυπωμένο βιβλίο, έχει και άλλα χαρακτηριστικά, στα οποία η ως τώρα εμπειρία μου δείχνει ότι το ηλεκτρονικό δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά.
Όπως το ότι ένα βιβλίο είναι πολλές φορές μία δήλωση. Η αγορά του, η παρουσία του πάνω στο γραφείο μας, την πετσέτα θαλάσσης ή στην βιβλιοθήκη μας πολλές φορές δηλώνει κάτι. Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι πολιτική ή να είναι δήλωση life style ή ακόμη και ότι “ξέρω γαλλικά” ή και εκατοντάδες άλλα πράγματα -συναισθηματική κατάσταση, γνώσεις πάνω σε ένα ειδικό αντικείμενο ή ακόμη και μία πρόσκληση “ρώτα με τί είναι αυτό που διαβάζω” προς τους γύρω μας.
Αυτή η δυνατότητα να κάνουμε ένα “statement” στους γύρω μας, μέσα από το βιβλίο που διαβάζουμε, λείπει αυτή την στιγμή από το ηλεκτρονικό βιβλίο (τουλάχιστον από την εμπειρία μου με το kindle της amazon και το iBooks της apple).
Ειδικά στην περίπτωση του kindle (είτε της συσκευής, είτε των applications για άλλες συσκευές όπως smartphones, tablets ή υπολογιστές), υπάρχει ένα παράδοξο: μέσα από το kindle.amazon.com μπορούν αυτοί που είναι “διαδικτυακά κοντά” σου να βλέπουν τί διαβάζεις, αλλά ακόμη και τί σκοπεύεις να διαβάσεις καθώς και σημειώσεις που κάνεις στα βιβλία που διαβάζεις (π.χ. δείτε το profile μου), αλλά όλα αυτά ενώ είναι προσβάσιμα σε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, δεν είναι (εύκολα) προσβάσιμα στους φίλους με τους οποίους περνάς τις διακοπές σου.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό, πιθανότατα πιο σημαντικό, είναι αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν “serendipity”: η ευτυχής, αναπάντεχη ανακάλυψη ή συνάντηση. Το τυπωμένο βιβλίο, είτε τακτοποιημένο σε μία βιβλιοθήκη, είτε ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι, είτε στα χέρια αυτού που το διαβάζει, είναι συχνά μία ευκαιρία για να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο -και η ευκολία με την οποία μπορεί κάποιος να το δανειστεί ή να το ξεφυλλίσει δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αυτές τις “ευτυχείς, αναπάντεχες ανακαλύψεις ή συναντήσεις”, με κείμενα, ιδέες, συγγραφείς.
“Είδα το βιβλίο πού είχες αφήσει στο τραπέζι και ξεκίνησα να το διαβάζω”, “τελείωσα το βιβλίο μου, μήπως έχεις κάποιο μαζί σου να μου δανείσεις”, “όταν ήμουν μικρός μου άρεσε να ξεφυλλίζω τα βιβλία στην βιβλιοθήκη του παππού μου” είναι φράσεις που δύσκολα θα ακούμε στο μέλλον αν επικρατήσει το ηλεκτρονικό βιβλίο με την σημερινή του μορφή/λειτουργικότητα.
Είναι όλα αυτά επιχειρήματα υπέρ του τυπωμένου βιβλίου και εναντίον του ηλεκτρονικού; Όχι κατά την γνώμη μου. Για εμένα ακούγονται περισσότερο ως ευκαιρίες για νέες υπηρεσίες, για αλλαγή των περιορισμών που επιβάλλουν τα DRM και τα copyrights σήμερα, για νέες συσκευές, ακόμη και για νέες συμβάσεις και τρόπους συμπεριφοράς.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε το kindle να δείχνει ως “screensaver” (μία εικόνα που εμφανίζεται όταν είναι “κλειστό”) το εξώφυλλο του βιβλίου που διάβασα τελευταίο [*]. Ή θα μπορούσε να καταργηθεί το DRM ώστε να μπορώ να έχω όλα μου τα βιβλία στον κοινόχρηστο δίσκο του σπιτιού μου και να μπορεί να τα φυλλομετρήσει η κόρη μου όταν θα αρχίσει να διαβάζει, μέσα από μία δική της συσκευή ανάγνωσής ή έναν υπολογιστή.
Ή θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε συσκευές, με μικρές ή μεγάλες οθόνες, τις οποίες να έχουμε σε ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους χώρους και να δείχνουν τί διαβάζουν όσοι βρίσκονται στον χώρο αυτό -αντίστοιχο με τις ηλεκτρονικές κορνίζες για τις φωτογραφίες που υπάρχουν σε αρκετά σπίτια πλέον.
Ή ακόμη και να διαμορφώσουμε νέες συμπεριφορές. Το 2003, υποτίθεται [**] ότι παρουσιάστηκε το “iPod jacking” (βλ. Feel Free to Jack Into My iPod, WIRED 11.2003), σύμφωνα με το οποίο, δύο άγνωστοι με iPod προσκαλούσαν ο ένας τον άλλο να βάλουν τα ακουστικά τους στο iPod του άλλου για να ακούσουν ότι ακούει. Ίσως κάποια από τα σημεία στα οποία υστερεί το ηλεκτρονικό βιβλίο να μπορούν να λυθούν απλά υιοθετώντας νέες συμπεριφορές, όπως το “jacking”.
Άλλωστε, μέσα από τέτοιες “νέες” συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα να γράφει κάποιος στο blog του ή σε κάποιο social network για ένα βιβλίο που διάβασε, έχω καταλήξει σε πολλά από τα βιβλία που διάβασα τα τελευταία χρόνια.
Σχετικά posts μου:
- η βιβλιοθήκη του σχολείου μου, το iPad μου και η παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά
- η βλακεία με το DRM στα ebooks
–
[*] Σήμερα, το kindle χρησιμοποιεί ως screensavers διάφορες εικόνες, κυρίως προσωπογραφίες γνωστών συγγραφέων. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κοιτώ με περιέργεια να δω ποιο πορτρέτο θα εμφανιστεί την επόμενη φορά -δίνοντας πολλές φορές μορφή σε πρόσωπα που γνώριζα το όνομά τους, αλλά δεν είχα την εικόνα τους στο μυαλό μου, αλλά και αποτελώντας αφορμή να σκεφτώ τί έχω διαβάσει από αυτά που έχουν γράψει κ.λ. Είναι και αυτό μία μορφή serendipity, που δείχνει ότι η τεχνολογία του ηλεκτρονικού βιβλίου μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για να συναντήσει κάποιος ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα.
[**] πολλοί θεωρούν ότι το “jacking” ήταν απλά κατασκεύασμα των media και ποτέ δεν έγινε μία ευρέως διαδεδομένη τάση, ούτε καν στην Νέα Υόρκη όπου υποτίθεται ότι ξεκίνησε -δεν έχει και τόση σημασία για αυτό το post όμως.
[***] photo by Mr. T in DC