σκέψεις γύρω από το ηλεκτρονικό βιβλίο

Αν και θερμός υποστηρικτής του ηλεκτρονικού βιβλίου, τις δύο τελευταίες εβδομάδες μπήκα σε σκέψεις.

Οι περισσότεροι που εκφράζουν αμφιβολίες για το αν μπορεί το ηλεκτρονικό βιβλίο να αντικαταστήσει το τυπωμένο, αναφέρονται στην συναισθηματική σχέση τους με το δεύτερο. “Η μυρωδιά” του νέου/παλιού βιβλίου, θα σου πούνε ή “η εικόνα” μίας μεγάλης βιβλιοθήκης γεμάτης βιβλία, δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Δεν είναι σοφό να παραβλέπουμε την συναισθηματική σχέση με το αντικείμενο, αλλά υποψιάζομαι ότι αυτή είναι και προϊόν χρόνου. Δεν θεωρώ απίθανο, ένα παιδί που διαβάζει το πρώτο του βιβλίο σήμερα σε ένα kindle και μέσα από αυτό γνωρίζει και ερωτεύεται τον κόσμο των βιβλίων, δεν θα αναπτύξει αντίστοιχους συναισθηματικούς δεσμούς και δεν θα κρατάει με συγκίνηση την συσκευή αυτή στα χέρια του 20 χρόνια αργότερα -ή και όχι, άλλωστε δεν δεν είμαστε και μία κοινωνία ερωτευμένη με το τυπωμένο βιβλίο.

Από μία άποψη, το ηλεκτρονικό βιβλίο κάνει πολύ καλύτερα τις κύριες λειτουργίες του τυπωμένου βιβλίου: η πρόσβαση σε κείμενα, η ανάγνωσή τους, ακόμη και η αποθήκευσή τους γίνεται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, χωρίς βάρος, χωρίς όγκο κ.λ.

Όμως το τυπωμένο βιβλίο, έχει και άλλα χαρακτηριστικά, στα οποία η ως τώρα εμπειρία μου δείχνει ότι το ηλεκτρονικό δεν τα καταφέρνει και πολύ καλά.

Όπως το ότι ένα βιβλίο είναι πολλές φορές μία δήλωση. Η αγορά του, η παρουσία του πάνω στο γραφείο μας, την πετσέτα θαλάσσης ή στην βιβλιοθήκη μας πολλές φορές δηλώνει κάτι. Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι πολιτική ή να είναι δήλωση life style ή ακόμη και ότι “ξέρω γαλλικά” ή και εκατοντάδες άλλα πράγματα -συναισθηματική κατάσταση, γνώσεις πάνω σε ένα ειδικό αντικείμενο ή ακόμη και μία πρόσκληση “ρώτα με τί είναι αυτό που διαβάζω” προς τους γύρω μας.

Αυτή η δυνατότητα να κάνουμε ένα “statement” στους γύρω μας, μέσα από το βιβλίο που διαβάζουμε, λείπει αυτή την στιγμή από το ηλεκτρονικό βιβλίο (τουλάχιστον από την εμπειρία μου με το kindle της amazon και το iBooks της apple).

Ειδικά στην περίπτωση του kindle (είτε της συσκευής, είτε των applications για άλλες συσκευές όπως smartphones, tablets ή υπολογιστές), υπάρχει ένα παράδοξο: μέσα από το kindle.amazon.com μπορούν αυτοί που είναι “διαδικτυακά κοντά” σου να βλέπουν τί διαβάζεις, αλλά ακόμη και τί σκοπεύεις να διαβάσεις καθώς και σημειώσεις που κάνεις στα βιβλία που διαβάζεις (π.χ. δείτε το profile μου), αλλά όλα αυτά ενώ είναι προσβάσιμα σε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, δεν είναι (εύκολα) προσβάσιμα στους φίλους με τους οποίους περνάς τις διακοπές σου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό, πιθανότατα πιο σημαντικό, είναι αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν “serendipity”: η ευτυχής, αναπάντεχη ανακάλυψη ή συνάντηση. Το τυπωμένο βιβλίο, είτε τακτοποιημένο σε μία βιβλιοθήκη, είτε ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι, είτε στα χέρια αυτού που το διαβάζει, είναι συχνά μία ευκαιρία για να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο -και η ευκολία με την οποία μπορεί κάποιος να το δανειστεί ή να το ξεφυλλίσει δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αυτές τις “ευτυχείς, αναπάντεχες ανακαλύψεις ή συναντήσεις”, με κείμενα, ιδέες, συγγραφείς.

“Είδα το βιβλίο πού είχες αφήσει στο τραπέζι και ξεκίνησα να το διαβάζω”, “τελείωσα το βιβλίο μου, μήπως έχεις κάποιο μαζί σου να μου δανείσεις”, “όταν ήμουν μικρός μου άρεσε να ξεφυλλίζω τα βιβλία στην βιβλιοθήκη του παππού μου” είναι φράσεις που δύσκολα θα ακούμε στο μέλλον αν επικρατήσει το ηλεκτρονικό βιβλίο με την σημερινή του μορφή/λειτουργικότητα.

Είναι όλα αυτά επιχειρήματα υπέρ του τυπωμένου βιβλίου και εναντίον του ηλεκτρονικού; Όχι κατά την γνώμη μου. Για εμένα ακούγονται περισσότερο ως ευκαιρίες για νέες υπηρεσίες, για αλλαγή των περιορισμών που επιβάλλουν τα DRM και τα copyrights σήμερα, για νέες συσκευές, ακόμη και για νέες συμβάσεις και τρόπους συμπεριφοράς.

Για παράδειγμα, θα μπορούσε το kindle να δείχνει ως “screensaver” (μία εικόνα που εμφανίζεται όταν είναι “κλειστό”) το εξώφυλλο του βιβλίου που διάβασα τελευταίο [*]. Ή θα μπορούσε να καταργηθεί το DRM ώστε να μπορώ να έχω όλα μου τα βιβλία στον κοινόχρηστο δίσκο του σπιτιού μου και να μπορεί να τα φυλλομετρήσει η κόρη μου όταν θα αρχίσει να διαβάζει, μέσα από μία δική της συσκευή ανάγνωσής ή έναν υπολογιστή.

Ή θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε συσκευές, με μικρές ή μεγάλες οθόνες, τις οποίες να έχουμε σε ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους χώρους και να δείχνουν τί διαβάζουν όσοι βρίσκονται στον χώρο αυτό -αντίστοιχο με τις ηλεκτρονικές κορνίζες για τις φωτογραφίες που υπάρχουν σε αρκετά σπίτια πλέον.

Ή ακόμη και να διαμορφώσουμε νέες συμπεριφορές. Το 2003, υποτίθεται [**] ότι παρουσιάστηκε το “iPod jacking” (βλ. Feel Free to Jack Into My iPod, WIRED 11.2003), σύμφωνα με το οποίο, δύο άγνωστοι με iPod προσκαλούσαν ο ένας τον άλλο να βάλουν τα ακουστικά τους στο iPod του άλλου για να ακούσουν ότι ακούει. Ίσως κάποια από τα σημεία στα οποία υστερεί το ηλεκτρονικό βιβλίο να μπορούν να λυθούν απλά υιοθετώντας νέες συμπεριφορές, όπως το “jacking”.

Άλλωστε, μέσα από τέτοιες “νέες” συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα να γράφει κάποιος στο blog του ή σε κάποιο social network για ένα βιβλίο που διάβασε, έχω καταλήξει σε πολλά από τα βιβλία που διάβασα τα τελευταία χρόνια.

Σχετικά posts μου:
- η βιβλιοθήκη του σχολείου μου, το iPad μου και η παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά
- η βλακεία με το DRM στα ebooks


[*] Σήμερα, το kindle χρησιμοποιεί ως screensavers διάφορες εικόνες, κυρίως προσωπογραφίες γνωστών συγγραφέων. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κοιτώ με περιέργεια να δω ποιο πορτρέτο θα εμφανιστεί την επόμενη φορά -δίνοντας πολλές φορές μορφή σε πρόσωπα που γνώριζα το όνομά τους, αλλά δεν είχα την εικόνα τους στο μυαλό μου, αλλά και αποτελώντας αφορμή να σκεφτώ τί έχω διαβάσει από αυτά που έχουν γράψει κ.λ. Είναι και αυτό μία μορφή serendipity, που δείχνει ότι η τεχνολογία του ηλεκτρονικού βιβλίου μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για να συναντήσει κάποιος ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα.

[**] πολλοί θεωρούν ότι το “jacking” ήταν απλά κατασκεύασμα των media και ποτέ δεν έγινε μία ευρέως διαδεδομένη τάση, ούτε καν στην Νέα Υόρκη όπου υποτίθεται ότι ξεκίνησε -δεν έχει και τόση σημασία για αυτό το post όμως.

[***] photo by Mr. T in DC

δύο βδομάδες με το kindle

Πριν από δύο βδομάδες έφτασε στα χέρια μου το Kindle 3G Wireless. [*]

Ίσως να είχατε διαβάσει το παλιότερο άρθρο μου το iPad ως ebook reader και να αναρωτιέστε γιατί να αγοράσω και το kindle. Ο λόγος ήταν ότι τώρα που θα ήμουν διακοπές, σκόπευα να διαβάζω σε εξωτερικούς χώρους, με πολύ φως, όπου η οθόνη του iPad 2 γυαλίζει, μπορεί να είναι δυσανάγνωστη και κουράζει πάρα πολύ. Αντίθετα, υποτίθεται ότι το kindle με την τεχνολογία e-ink είναι τόσο ευανάγνωστο στο φως του ήλιου όσο και ένα τυπωμένο βιβλίο.

Όντως, η οθόνη του kindle είναι σαν να διαβάζεις τυπωμένο χαρτί και όντως ο χρήστης δεν έχει κανένα πρόβλημα να διαβάσει ακόμη και αν ο ήλιος πέφτει κατευθείαν πάνω στην οθόνη.

Αλλά με την χρήση ανακάλυψα και άλλες διαφορές, αρκετά σημαντικές.

Πρώτο και σημαντικότερο: το kindle είναι μία συσκευή για να διαβάζεις βιβλία ή άλλα μεγάλα κείμενα -είναι πολύ καλό σε αυτό, πολύ κακό σε οτιδήποτε άλλο δοκίμασα. Μπορεί να διαβάσετε ότι μπορείς να του βάλεις φωτογραφίες, να κάνεις surf στο internet κ.λ. Κάποια από αυτά μπορεί όντως να τα κάνει κανείς. Αλλά η εμπειρία είναι επώδυνη αν έχεις χρησιμοποιήσει έστω και για λίγο ένα tablet όπως το ipad.

Από την άλλη, ως ebook reader, είναι πολύ πολύ καλύτερο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην οθόνη. Για παράδειγμα, η οθόνη του kindle δεν είναι touch. Σοβαρό μειονέκτημα για άλλες χρήσεις, πλεονέκτημα όταν δεν θέλεις το βιβλίο σου να αλλάζει σελίδες γιατί ακούμπησες κάπου στην οθόνη.

Επίσης το βάρος του (240g.) είναι πολύ μικρότερο από το iPad (ακόμη και το iPad 2) και αυτό επιτρέπει να το κρατάς άνετα στο ένα χέρι και να διαβάζεις πολλή ώρα -κάτι που τα περίπου 600g του iPad κάνουν δύσκολο.

Προσωπικά, βρήκα και το μέγεθος πολύ βολικό. Οι διαστάσεις του kindle του επιτρέπουν να χωρέσει με άνεση στην τσέπη της βερμούδας. Ασήμαντο ίσως πει κάποιος, αλλά για εμένα σήμαινε ότι μπορώ να κουβαλάω το ebook όπως ακριβώς θα κουβάλαγα ένα paperback βιβλίο. Μερικές φορές είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να κρίνουν την διαφορά μεταξύ μίας συσκευής που χρησιμοποιείς ή μίας που αφήνεις στο συρτάρι όταν περάσει ο αρχικός ενθουσιασμός…

Τέλος, πρέπει να αναφερθώ στην μπαταρία. Το kindle έχει εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση. Με το 3G ενεργοποιημένο και διαβάζοντας αρκετά, την πρώτη φορά πέρασα μία ολόκληρη εβδομάδα μέχρι να χρειαστεί να την ξαναφορτίσω.

Πήρα το 3G μοντέλο γιατί διαφορά τιμής του με το “απλό” (μόνο wifi) ήταν $60. Από κει και πέρα η amazon παρέχει την σύνδεση δωρεάν (για αγορά βιβλίων και syncing, όχι για browsing). Οπότε, με τα επιπλέον $60 έχω μία συσκευή που όπου και αν βρίσκομαι μπορεί να κατεβάσει νέα βιβλία, χωρίς να χρειάζομαι wifi -το θεώρησα καλό deal.

Βολικό είναι επίσης ότι τα βιβλία που αγοράζει κανείς για το kindle μπορεί να τα διαβάσει και σε άλλες συσκευές στις οποίες έχει το kindle app, όπως το iPad μου, το (android) HTC Desire ή το blackberry. Αν μάλιστα οι συσκευές αυτές έχουν σύνδεση με το internet, μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις το βιβλίο σου στην μία συσκευή, από το σημείο ακριβώς που το άφησες στην άλλη.

Συνοψίζοντας, μπορώ να πω ότι το kindle αποδείχθηκε (μέχρι τώρα τουλάχιστον) μία πολύ καλή αγορά για εμένα. (Τις σκέψεις σχετικά με τον “κλειστό” χαρακτήρα των ebooks στο amazon, τα DRM κ.λ. λέω να τις γράψω σε ξεχωριστό post, γιατί αυτό βγήκε ήδη αρκετά μεγάλο)


[*] το συνολικό κόστος ήταν τελικά 197 Ευρώ μέσα στα οποία περιλαμβάνονται το κόστος της συσκευής, το κόστος αποστολής και το κόστος εκτελωνισμού (που ευτυχώς, η amazon έχει κάνει προφανώς κάποια συμφωνία με την UPS και αναλαμβάνει αυτή τον εκτελωνισμό -και έχει φροντίσει να χρεώσει το απαραίτητο ποσό από την αρχή).

blogs και ανωνυμία: η σημασία της ανωνυμίας στην έκφραση

Επανήλθε και πάλι το θέμα της “ταυτοποίησης των διαχειριστών blogs”, με ανακοίνωση του Υπ. Δικαιοσύνης (και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Θα μπορούσα απλά να αναρτήσω εκ νέου, την ανακοίνωση που είχα συνυπογράψει μαζί με άλλους bloggers το 2008. Αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν σημαντικές πτυχές του θέματος που θα πρέπει να αναδειχθούν περισσότερο.

Πριν προχωρήσουμε, να ξεκαθαρίσουμε ένα “τεχνικό” θέμα. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο blog μόνο και μόνο για να εντάξω το κείμενο στην δημόσια συζήτηση για το θέμα πιο απλά. Θεωρώ απίθανο οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση να ασχολείται μόνο με blogs (εδώ εμείς που νομίζουμε ότι έχουμε ένα blog δεν συμφωνούμε στο τί είναι blog!) και να μην ενδιαφέρεται για forums, facebook, twitter, youtube, google+ κ.λ. Άρα, μιλάμε για το Internet γενικά και όχι μόνο τα blogs.

Μία σημαντική πτυχή του θέματος, που ελάχιστοι από όσους αναλαμβάνουν ή υποστηρίζουν τέτοιες πρωτοβουλίες “ρύθμισης”, αντιλαμβάνονται, είναι η αξία της ανωνυμίας.

Γράφει για παράδειγμα ο Παπαχρήστου στα ΝΕΑ:

“Προστασία από τους συκοφάντες.
Αντε ντε, γιατί το βασανίζουμε; Δεν έχω καταλάβει, αλήθεια. Επίσης δεν έχω καταλάβει αυτή την υστερία των μπλόγκερ με τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας των διαχειριστών του κάθε μπλογκ. Ποιο είναι το πρόβλημα ακριβώς; Στερεί κάτι από τη λειτουργία τους; Αποτρέπει από το να γράφουν ελεύθερα τις απόψεις τους; Να διακινούν ειδήσεις, σχόλια, ακόμη και αιρετικές θέσεις; [...]“

Γράφει και ο Πάσχος Μανδραβέλης στο facebook:

“Θαύμα! Μέχρι και μπλογκ κηπουρικής με βρίζει για την επιτροπή. Τι σκ… την θέλουν την ανωνυμία αυτοί; Βάζουν παράνομες μπιγκόνιες;”

Το κοινό τους χαρακτηριστικό; Μιλούν για τα blogs ως εργαλείο πολιτικής ενημέρωσης και άσκησης πολιτικής. Που είναι βέβαια (και για την σημασία να υπάρχει η επιλογή της ανωνυμίας και στην πολιτική /κοινωνική δράση, θα αναφερθώ ίσως σε άλλο post). Αλλά δεν είναι μόνο αυτό!

Τα blogs επέτρεψαν στον καθένα μας να μπορέσει να δημοσιεύσει τις σκέψεις του, τις εμπειρίες του, τις ανησυχίες του. Μέχρι πολύ πρόσφατα δεν είχαμε αυτή την δυνατότητα ως πολιτισμός. Και πολίτες όλου του κόσμου αξιοποίησαν την δυνατότητα αυτή για να εκφραστούν δημόσια και να ανακαλύψουν χρήσεις που ελάχιστοι (αν όχι κανένας) δεν θα φανταζόταν.

Ψάξτε λίγο στο google όσοι έχετε μόνο τα “πολιτικά” blogs στα bookmarks σας. Και θα ανακαλύψετε blogs και forums ανθρώπων που δεν ασχολούνται με την δημόσια σφαίρα όπως αυτή ορίζεται από τους πολιτικούς συντάκτες, που δεν έχει κέντρο την πολιτική σκηνή, αλλά το κάθε άτομο.

Blogs ανθρώπων που περιγράφουν την ζωή τους. Εφηβικές σχέσεις, ενδοοικογενειακά προβλήματα, προβλήματα στον εργασιακό χώρο, χρόνιες ασθένειες, αναπηρίες. Ιστορίες ενηλίκων για τα παιδικά τους χρόνια, ιστορίες γονέων για τα κατορθώματα των παιδιών τους. Προσωπική ποίηση ή άλλες προσπάθειες καλλιτεχνικής έκφρασης. Περίεργα χόμπυ. Σεξουαλικές προτιμήσεις ή φαντασιώσεις. Σκέψεις για το χωριό που ζουν, για τους γείτονες της πολυκατοικίας, για τους πελάτες στην δουλειά.

Ένας πρωτόγνωρος πλούτος σκέψεων, γνώσεων, εμπειριών, που υπάρχουν καταγεγραμμένες, πολύ συχνά, επειδή ακριβώς μπορούν να εκφραστούν ανώνυμα. Ένας πλούτος εμπειριών και γνώσεων που αλλάζει την κοινωνία μας.

Δεν είναι κουκουλοφόροι όλοι αυτοί, όπως άστοχα ανέφερε ο Υπ. Δικαιοσύνης, κ. Μιλτιάδης Παπαϊωάννου. Είναι άνθρωποι, δεκάδες χιλιάδες στην Ελλάδα, που επιτέλους μπορούν να εκφράσουν δημόσια κάποια πράγματα που τους απασχολούν, που τους πονάνε ή που τους δίνουν ικανοποίηση. Ακόμη και όταν τα θέματα που πραγματεύονται δεν είναι ευαίσθητα, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν την ψυχοσύνθεση του πολιτικού ή του σταρ, δεν ονειρεύονται να βγουν σε μπαλκόνια, ούτε στην σκηνή του θεάτρου μπροστά σε εκατοντάδες ή χιλιάδες μάτια και προτιμούν να τα εκφράζουν χωρίς να εκτίθενται δημόσια.

Για να επιστρέψω στο ερώτημα του Πάσχου: Ναι, μπορεί ο blogger κηπουρικής να μην θέλει να γράφει επώνυμα. Ίσως γιατί ντρέπεται. Ίσως γιατί ανανεώνει το blog του την ώρα που θα έπρεπε να δουλεύει. Ίσως γιατί δουλεύει σε μία εταιρεία λιπασμάτων, αλλά θέλει να μπορεί να γράφει αντικειμενικά, τόσο για τα προϊόντα της εταιρείας που δουλεύει, όσο και των ανταγωνιστών της. Μπορεί το blog να είναι το κρυφό του χόμπι, που δεν γνωρίζουν οι συγγενείς του ή οι συνάδελφοί του. Μπορεί να γράφει ότι την προηγούμενη πέρασε όλη το Σάββατο κλαδεύοντας, ενώ είπε στην φίλη του ότι ήταν άρρωστος και για αυτό δεν την συνάντησε. Για 1002 λόγους, που πιθανότατα κανένας δεν είναι παράνομος, θέλει να μπορεί να γράφει ανώνυμα -και ίσως αναγκαστεί να σταματήσει αν πρέπει να το κάνει επώνυμα.

Δεν ήταν μόνο η τεχνολογική δυνατότητα που επέτρεψε σε πολίτες όλου του κόσμου να εκφραστούν ελεύθερα για μικρά και μεγάλα θέματα. Ήταν και η ανωνυμία.

Η δημοκρατία αναγνώρισε ως δικαίωμα την ελεύθερη έκφραση. Το Internet έλυσε τις τεχνικές δυσκολίες ώστε να μπορούν όλοι να εκφραστούν δημόσια. Και η δυνατότητα της ανωνυμίας αντιμετώπισε τους κοινωνικούς παράγοντες που μας αποτρέπουν να μιλήσουμε για κάποια θέματα δημόσια.

Κατά την γνώμη μου, η σημαντικότερη διάσταση της ανωνυμίας στο Internet είναι κοινωνική και όχι νομική. Η ανωνυμία επιτρέπει να παρακαμφθούν ταμπού, αδυναμίες και κοινωνικές πιέσεις και νόρμες -και πολλοί από αυτούς που την προτιμούν, αυτά προσπαθούν να ξεπεράσουν, όχι τον νόμο.

σήμερα άνοιξαν πληγές που δύσκολα κλείνουν.

Είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου και του μνημονίου, είναι μονόδρομος. Είμαι από αυτούς που έχω χαρακτηρίσει όσους πετούν μολότοφ τρομοκράτες και εγκληματίες. Θεωρώ επίσης φασιστικό το να μην επιτρέπεις στην Βουλή να λειτουργήσει, π.χ. εμποδίζοντας τους βουλευτές να μπουν ή τρομοκρατώντας τους στον δρόμο. Στην δική μου αντίληψη, αν διαφωνείς τόσο ριζικά με μία κυβέρνηση, το μόνο αίτημα που μπορείς να έχεις είναι “εκλογές” -έτσι λύνονται οι “διαφορές” σε μία δημοκρατία, όχι δια βοής, ούτε με την βία.

Σε αυτό το πλαίσιο, ζητώ κάποια πράγματα από την αστυνομία, ακόμη και αν χρειαστεί να ασκήσει ελεγχόμενη βία: π.χ. να φροντίσει να μην αποκλειστεί η Βουλή και να φροντίσει για την σωματική ακεραιότητα των πολιτών που βρίσκονται στο κέντρο, είτε είναι για να διαμαρτυρηθούν, είτε για να δουλέψουν, είτε για κάποιο άλλο λόγο.

Αλλά αυτό που είδα στις εικόνες από τα σημερινά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας και αυτά που διάβασα σε ανταποκρίσεις πολιτών, δείχνουν ότι η αστυνομία όχι μόνο δεν προστάτεψε τους πολίτες, αλλά σε πολλές φορές επιτέθηκε εναντίον πολιτών που δεν είχαν καμία ανάμιξη σε επεισόδια. Επίσης (δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά), είδα αστυνομικούς να αυτοδικούν εναντίον διαδηλωτών που ήταν πεσμένοι κάτω ή τους κρατούσαν συνάδελφοί τους -αν έχουν κάνει κάτι να τους συλλάβετε, δεν είναι δουλειά σας να αποφασίσετε ότι η ποινή τους είναι 3 μπουνιές και δύο κλωτσιές και δεν νομίζω ότι στην Ελλάδα προβλέπεται τέτοια ποινή, έτσι κι αλλιώς.

Σήμερα, με την αλόγιστη βία που άσκησε η αστυνομία, φοβάμαι ότι άνοιξε στην κοινωνία πληγές που δύσκολα κλείνουν. Και για αυτά υπάρχει όπως σημείωσε κάποιος στο twitter “φυσική, επιχειρησιακή και πολιτική ευθύνη”. Προφανώς, φταίνε κάποιοι αστυνομικοί. Προφανώς φταίνε κάποιοι αξιωματικοί της αστυνομίας. Και προφανώς, η πολιτική ευθύνη βαραίνει εξ ολοκλήρου τον κ. Παπουτσή -και το ότι δεν έχω δει μία (1) δήλωσή του ως τώρα, με εξοργίζει περισσότερο.

οι ανασχηματισμοί και η γιαγιά μου

Η συγχωρημένη η γιαγιά μου, ήταν δασκάλα, γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε κάθε ανασχηματισμό κυβέρνησης, ανεξαρτήτως κόμματος, την θυμάμαι. Την θυμάμαι, γιατί διαβάζω και ακούω γύρω μου τις ίδιες συζητήσεις που έκανε με τον πατέρα μου, προσπαθώντας να τον πείσει ότι ο Υπουργός Παιδείας θα έπρεπε να είναι εκπαιδευτικός -πρότυπό της ο Παπανούτσος.

Η αλήθεια είναι ότι ακούγεται λογικό να είναι ο υπουργός σχετικός με το αντικείμενο του υπουργείου του -και σε ένα βαθμό επιθυμητό. Και κάποιες φορές απαραίτητο.

Αλλά γενικά, η γνώση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου είναι λιγότερο σημαντική από άλλες ικανότητες. Ο υπουργός, όπως και ένας CEO μίας μεγάλης εταιρείας, είναι σε μία θέση που μπορεί να βρει την ειδική γνώση που χρειάζεται ένας τομέας, πολύ απλά φέρνοντας κοντά του τους σχετικούς ειδικούς. Ενώ στο middle management οι ειδικές γνώσεις είναι απαραίτητες, στο top management, συχνά είναι δευτερεύουσες. Ο Υπ. Πολιτισμού δεν θα συνθέσει μουσική, όπως και ο Υπ. Παιδείας δεν θα διδάξει, αλλά είναι πολύ εύκολο, αν χρειάζονται την γνώμη και την γνώση ενός μουσικού ή ενός εκπαιδευτικού, να την ζητήσουν.

Και στο κάτω-κάτω, αν κανείς πάει λίγο πέρα από τους τίτλους των υπουργείων, θα δει ότι το αντικείμενό τους είναι τόσο ευρύ που κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει βαθιά γνώση τους.

Πιστεύει κανείς ότι ο πιο πετυχημένος χειρούργος του κόσμου έχει γνώση των εργασιακών, των θεμάτων που σχετίζονται με τις προμήθειες των νοσοκομείων, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την λειτουργία πανεπιστημιακών νοσοκομείων κ.α.; Και παράλληλα, θα έχει την πολιτική ικανότητα να συζητήσει με τους εργαζόμενους, αλλά και την επιχειρηματική ικανότητα να διαχειριστεί με τον πιο συμφέροντα τρόπο τις φαρμακευτικές, αλλά και την τεχνολογική επάρκεια να κάνει τεχνολογικές επιλογές σε υψηλό επίπεδο για την μηχανογράφηση των νοσοκομείων; Και μαζί με όλα αυτά, τις ικανότητες διαχείρισης που απαιτούνται από οποιονδήποτε καλείται να διαχειριστεί έναν οργανισμό ή εταιρεία με μερικές δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους, δεκάδες ή εκατοντάδες σημεία παρουσίας κ.λ.;

Ή μήπως υπάρχει εκπαιδευτικός που έχει βαθιά γνώση της νηπιακής αγωγής, της σχολικής εκπαίδευσης, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της πανεπιστημιακής έρευνας, όραμα για την σύνδεση έρευνας και ανάπτυξης και παράλληλα βαθιά γνώση των ιδιαιτεροτήτων που έχουν τα ακριτικά σχολεία; Γιατί όλα αυτά είναι ένα υποσύνολο μόνο του χαρτοφυλακίου του Υπ. Παιδείας…

Η αλήθεια λοιπόν (κατά την γνώμη μου πάντα!) είναι ότι η γνώση του αντικειμένου είναι ένα μία από τις πολλές και διαφορετικές παραμέτρους με τις οποίες θα επιλεγεί ένας υπουργός. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχει μεγάλη βαρύτητα, όπως για παράδειγμα αν ο υπουργός αυτός θα κληθεί να σχεδιάσει μία εντελώς νέα κατεύθυνση στο υπουργείο που αναλαμβάνει. Και υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που είναι εντελώς δευτερεύουσα, όπως για παράδειγμα αν υπάρχει προδιαγεγραμμένη η πολιτική, αλλά το στοίχημα είναι η υλοποίησή της.

Γνωρίζω πολύ καλά, ότι στην πραγματική πολιτική, το συγκεκριμένο παιχνίδι παίζεται πολύ συχνά με άλλους όρους -και στο κάτω-κάτω, η ικανότητα ενός πολιτικού να διαχειριστεί μία συγκεκριμένη ομάδα πίεσης, είτε είναι πολιτική είτε συνδικαλιστική ή ακόμη και επιχειρηματική, μου μοιάζει πολύ σημαντική.

Αλλά ακόμη και σε μία ιδανική κυβέρνηση και ένα ιδανικό πολιτικό σύστημα, τα παραπάνω θα μπορούσαν να εξηγήσουν και γιατί κάποιος με τελείως διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο θα μπορούσε να είναι ο κατάλληλος υπουργός και γιατί σε έναν ανασχηματισμό κάποιος με ένα δεδομένο σύνολο ικανοτήτων θα μπορούσε να μετακινηθεί από ένα υπουργείο σε ένα άλλο, ανεξάρτητα από το τυπικό γνωστικό του αντικείμενο.

γλυτώσαμε από άλλο ένα μύθο

Νομίζω ότι ένα θετικό αποτέλεσμα της κρίσης που δύσκολα κάποιος θα αμφισβητήσει είναι ότι έχει βάλει την Ελληνική κοινωνία σε μία διαδικασία ενδοσκόπησης: κοιτάμε ή έστω προσπαθούμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας, όπως πραγματικά είναι και κρίνουμε πεπραγμένα δεκαετιών.

Μέσα από αυτή την διαδικασία, καταρρίπτουμε και διάφορους μύθους που είχαμε πλάσει.

Όπως για παράδειγμα ο μύθος του πολιτικού κόστους. Ο μύθος αυτός έλεγε ότι οι πολιτικοί δεν κάνουν αυτό που πρέπει, διότι θέλουν αν είναι αρεστοί και να εκλέγονται ξανά και ξανά. Δεν κοιτούσαν το καλό του τόπου τους, αλλά το δικό τους πολιτικό συμφέρον. Ο μύθος, δεν ήταν ότι οι πολιτικοί, όντως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, έβαζαν το πολιτικό κόστος πάνω από το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας. Ο μύθος ήταν ότι εμείς ως πολίτες θα θέλαμε να μην είναι έτσι.

Γιατί η αλήθεια είναι ότι στον μύθο κρύβαμε και έναν σιωπηλό αστερίσκο: όλοι θέλαμε να μην υπολογίσουν οι πολιτικοί την αντίδραση των “άλλων”, που θα ξεβολεύονταν ή θα πλήττονταν αν γινόταν αυτό που θεωρούσαμε εμείς σωστό. Ο εαυτός μας δεν ήταν ποτέ μέρος του προβλήματος -ή αν ήταν, ήταν του μικρότερου, που προφανώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί αφού διορθώνονταν όλα τα άλλα στραβά. Σε αυτό συμφωνούσαμε όλοι.

Εκ των υστέρων, είχαμε και μία καλή δικαιολογία: δεν ξέραμε. Το “ξέραμε” βέβαια έχει πολλές ερμηνείες. Εγώ για παράδειγμα, θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να αστειεύεται με φίλους ότι “δεν θα πάρουμε σύνταξη”. Γνωρίζαμε ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει, δεν ήταν μυστικό. Αλλά έμοιαζε μακρινό και στο μυαλό των περισσότερων υπήρχε πάντα η σκέψη ότι, “έλα μωρέ, κάποια λύση θα βρεθεί”. Οπότε, ναι, σε ένα περιβάλλον πολιτικού νιρβάνα, η δικαιολογία πως “δεν ξέραμε”, έχει μία σημαντική βαρύτητα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα βλέπουμε μία κυβέρνηση που πληρώνει ένα πρωτόγνωρο “πολιτικό κόστος”. Ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει, νομίζω πριν από ένα χρόνο, ότι το δεν θα λάβει υπόψη του το πολιτικό κόστος. Δεν ξέρω αν θα συνεχίσει να πορεύεται αγνοώντας το κόστος αυτό – εγώ ελπίζω να το κάνει, άλλοι ελπίζουν να μην το κάνει.

Σε κάθε περίπτωση, η δική μου γενιά δεν θα μπορεί να πει στα παιδιά της ότι φταίνε οι πολιτικοί που σκέφτονται μόνο το πολιτικό κόστος. Μπορεί, μετά από 10 ή 20 χρόνια, να λέμε ότι φταίνε οι πολιτικοί που δεν άκουσαν την λαϊκή βούληση ή ότι υπήρξαν μεγάλοι πολιτικοί που δεν σκέφτηκαν το πολιτικό κόστος και έσωσαν την χώρα ή ότι καλά έκαναν οι πολιτικοί και άκουσαν την λαϊκή αντίδραση. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, θα έχουμε γλυτώσει από έναν ακόμη μύθο.