Μου έκανε εντύπωση το παρακάτω μέρος της δήλωσης του Βενιζέλου χθες, σχετικά με τον έκτακτο φόρο στα ακίνητα:
“[...] η ελληνική κοινωνία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έχουν επενδύσει πολύ μεγάλα ποσά στην ακίνητη περιουσία τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η περιουσία που είναι επενδεδυμένη σε ιδιωτικά ακίνητα, με τιμές και δεδομένα του 2009, ανέρχεται στο ένα τρισ. ευρώ με αγοραίες τιμές. Φυσικά, τώρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, λόγω της κρίσης, αγορά ακινήτων.
Εάν θέλουμε να ξανα-υπάρξει αγορά ακινήτων, εάν θέλουμε να κρατηθούν στο ύψος του 2009 οι τιμές, να ξαναβρεθούν, μάλλον, στο ύψος αυτό μόλις βγούμε από την κρίση, πρέπει να δίνουμε ένα πολύ μικρό ασφάλιστρο κινδύνου, προκειμένου να διασώσουμε αυτή τη μεγάλη επένδυση του ιδρώτα του ελληνικού λαού. [...]“
Υπάρχει μία συλλογιστική εδώ, που έχει ενδιαφέρον και (αν και δεν τα παρακολουθώ τόσο συστηματικά πλέον) δεν νομίζω ότι έχει διατυπωθεί ξανά από την κυβέρνηση.
Μέχρι σήμερα, η κυρίαρχη συλλογιστική ήταν
α) να πληρώσουν “όσοι έχουν”, δηλ. υψηλά εισοδήματα, υψηλές περιουσίες κ.λ.
β) να πληρώσουν “όσοι φταίνε”, δηλ. έπρεπε να έχουν πληρώσει, αλλά δεν πλήρωναν, π.χ. φοροδιαφυγή, ευνοϊκή νομοθεσία κ.λ.
Σε ένα ανοργάνωτο και ανεπαρκές κράτος, όπως το Ελληνικό, υπάρχει μεγάλη δυσκολία να εντοπιστούν τόσο όσοι εμπίπτουν στο α), όσο και στο β). Και υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο εμπίπτουν. Παράλληλα, οι σημερινές συνθήκες έχουν μεταβάλλει δραστικά διάφορες παραμέτρους: από το πόσο αξίζει ένα μικρό ακίνητο που έχει ένας συνταξιούχος, μέχρι το πόσο αξίζει το χαρτοφυλάκιο ενός μεγαλο-επενδυτή ή το κατά πόσο ένα ακριβό αυτοκίνητο ενός (μέχρι πριν από 1 χρόνο) καλοπληρωμένου στελέχους που σήμερα έχει μείνει άνεργη/ος, είναι τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης.
Η συλλογιστική του Βενιζέλου, θέτει το θέμα σε μία διαφορετική βάση: να πληρώσουν όσοι έχουν να κερδίσουν (ή αντίστοιχα να χάσουν) από την έξοδο της οικονομίας από την κρίση (ή αντίστοιχα την πτώχευση), ανάλογα με το τί έχουν να κερδίσουν ή να χάσουν.
Λέει με λίγα λόγια:
- αν είσαι συνταξιούχος που όλη η περιουσία που κατάφερες να φτιάξεις είναι ένα σπίτι που σκοπεύεις να κληρονομήσεις στα παιδιά σου
- αν είσαι ένας μισθωτός που έχεις πληρώσει και πληρώνεις ένα σημαντικό μέρος ενός στεγαστικού δανείου, γιατί θεώρησες ότι κάποια στιγμή που το διαμέρισμα θα είναι δικό σου, θα έχεις μία μικρή περιουσία, για εσένα ή τα παιδιά σου
- αν είσαι ευκατάστατος και έχεις μία μεγάλη περιουσία σε μορφή ακινήτων
- κ.λ. κ.λ.
τότε έχεις να χάσεις σημαντικό μέρος της περιουσίας σου, αν η χώρα πτωχεύσει και η αξία τους μειωθεί πάρα πολύ. Αντίστοιχα, έχεις να κερδίσεις πολλά (όπως το “πολλά” προσδιορίζεται για τα μέτρα του καθενός) αν η οικονομία ανακάμψει. Πλήρωσε κάτι, για να βοηθήσεις να ανακάμψει και να κερδίσεις περισσότερα.
Η λογική αυτή έχει ένα στοιχείο δικαιοσύνης (ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι όντως το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου, ειδικά των μέσω και κατώτερων οικονομικά στρωμάτων της Ελληνικής κοινωνίας, είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα), αλλά απέχει πολύ από την συνηθισμένη λογική της φορολόγησης, όπου συνήθως συνεισφέρει κάποιος σύμφωνα με αυτά που έχει κερδίσει και όχι επενδύοντας στην ελπίδα ή την προοπτική να κερδίσει -το είπε και ο ίδιος ο Βενιζέλος, ονομάζοντας την εισφορά αυτή “ασφάλιστρο” και από μία άποψη δεν απέχει πολύ από την λογική των CDS…
Σε αντίθεση με την φορολογία που η λογική της όντως βασίζεται (ανεξάρτητα πως εφαρμόζεται) σε αρχές όπως η δικαιοσύνη ή η συνεισφορά στο κοινό καλό ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός, η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι πιο κοντά σε μία “επιχειρηματική συμφωνία”: για να κερδίσεις (ή να μην χάσεις) πολλά, πρέπει να συνεισφέρεις τώρα ένα μικρό μέρος των προσδοκώμενων κερδών…
Την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου μέτρου, στις συγκεκριμένες συνθήκες, την κατανοώ. Δεν έχω καταλήξει αν συμφωνώ με την λογική του. Πάντως, αν την προεκτείνει κανείς, δεν βλέπω γιατί να μην επιβληθεί μία αντίστοιχη εισφορά στους κατόχους μετοχών, από μικρομετόχους μέχρι μεγαλομετόχους, αφού και αυτοί έχουν αντίστοιχα, και ίσως πολύ πιο ξεκάθαρα, να κερδίσουν από μία ανάκαμψη της οικονομίας και την άνοδο των δεικτών του ΧΑΑ.